Τα ενδομήτρια σπειράματα (σπιράλ) αποτελούν έναν από τους ασφαλέστερους τρόπους αντισύλληψης. Πρόκειται για συσκευές από μαλακό εύπλαστο πλαστικό υλικό ή συνδυασμό μετάλλου και πλαστικού που τοποθετούνται στο εσωτερικό της μήτρας παρέχοντας αποτελεσματική αντισύλληψη. Τα σπιράλ που κυκλοφορούν σήμερα διακρίνονται σε αυτά που περιέχουν χαλκό τα οποία έχουν σχήμα Τ και σε αυτά που περιέχουν προγεσταγόνο(Mirena).
Η δράση των συσκευών που περιέχουν χαλκό οφείλεται κυρίως στην παρεμπόδιση της γονιμοποίησης και πολύ λιγότερο στην παρεμπόδιση της εμφύτευσης. Πιο συγκεκριμένα το ενδομήτριο σπείραμα εμποδίζει την άνοδο του σπέρματος προς τις σάλπιγγες , μειώνοντας ταυτόχρονα την γονιμοποιητική του ικανότητα. Μελέτες έχουν δείξει επίσης ότι η παρουσία του σπιράλ αλλάζει τη δομή των κυττάρων των λαχνών ,σχηματισμοί που είναι απαραίτητοι για την προώθηση του σπέρματος και την είσοδο του ωαρίου στην ενδομητρική κοιλότητα. Όσον αφορά το εσωτερικό της μήτρας η παρουσία του σπειράματος δημιουργεί μία τοπική φλεγμονώδη αντίδραση καθιστώντας το περιβάλλον εχθρικό για το σπέρμα ή την εμφύτευση.
Η αντισύλληψη με τη δεύτερη κατηγορία επιτυγχάνεται με τη δημιουργία ενός ατροφικού ενδομητρίου, κάτω από την επίδραση της ορμόνης λεβονοργεστρέλης που απελευθερώνεται μακροχρόνια και σταθερά και που οδηγεί σε αμηνόρροια μέσα στα πρώτα δύο χρόνια της χρήσης του . Αυτός είναι και ο λόγος που τα συγκεκριμένα σπειράματα χρησιμοποιούνται για περιπτώσεις μηνομητρορραγιών σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η πιθανότητα κύησης σε γυναίκες που φέρουν σπιράλ είναι 0.6% κυήσεις ανά 100 γυναίκες σε ένα χρόνο ,με το ποσοστό να μειώνεται στο 0.2% για το σπείραμα με το προγεσταγόνο.
Η τοποθέτηση του ενδομήτριου σπειράματος είναι μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια ενός γυναικολογικού ιατρείου. Μπορεί να τοποθετηθεί οποιαδήποτε η ημέρα του κύκλου αλλά συνήθως προτιμώνται οι τελευταίες μέρες της περιόδου. Για γυναίκες που έχουν γεννήσει η τοποθέτηση μπορεί να γίνει 6-8 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Συνιστάται πριν από την εφαρμογή του να έχει γίνει έλεγχος με τεστ Παπανικολάου για να αποκλειστεί η πιθανότητα κάποιας κακοήθειας καθώς και καλλιέργεια κολπικού υγρού για να αποκλειστεί η παρουσία κάποιας λοίμωξης. Αυτός είναι και ο λόγος που η γυναίκα λαμβάνει προληπτικά μετά την τοποθέτηση αντιβίωση για να αποφευχθεί η ενδομήτρια λοίμωξη, η οποία παρουσιάζει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κατά τις πρώτες 20 ημέρες από την τοποθέτηση. Η αντισυλληπτική του δράση αρχίζει αμέσως από τον επόμενο κύκλο. Η διάρκεια παραμονής του είναι τα δύο ως πέντε χρόνια. Η περαιτέρω παρακολούθηση αφορά τη διενέργεια του τεστ Παπανικολάου και της καλλιέργειας του κολπικού υγρού μία φορά το χρόνο ενώ συστήνεται στη γυναίκα να ψηλαφά τα νήματα στον τράχηλο μία φορά το μήνα μετά την περίοδο. Η αφαίρεση του γίνεται πάλι από το γυναικολόγο και τα αποτελέσματα είναι άμεσα αντιστρεπτά.
Μετά την τοποθέτηση και για τους πρώτους τρεις μήνες η γυναίκα είναι πιθανόν να παρατηρήσει κάποιες αλλαγές στην έμμηνο ρύση με περισσότερο αίμα, σταγόνες στη μέση του κύκλου, πιο έντονο πόνο κατά την έμμηνο ρύση. Επίσης θα πρέπει οι γυναίκες που φέρουν ενδομήτριο σπείραμα να μην ξεχνούν ότι δεν είναι προστατευμένες από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και θα πρέπει να παίρνουν τις ανάλογες προφυλάξεις.
Καταστάσεις όπως ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας, ενδοπυελική φλεγμονή, συχνή εναλλαγή συντρόφων, κακοήθειες , αδιευκρίνιστες αιμορραγίες από τη μήτρα αποτελούν τις κυριότερες αντενδείξεις χρήσης του σπιράλ.Τα ενδομήτρια σπειράματα είναι μια μέθοδος με υψηλή αντισυλληπτική ικανότητα, δεν έχουν ορμονικές παρενέργειες και είναι μια μέθοδός άμεσα αντιστρεπτή ενώ μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει μια μείωση κατά 80-90% του κινδύνου έκτοπης κύησης σε σχέση με γυναίκες που δεν χρησιμοποιούν καμία μέθοδο αντισύλληψης.Η συζήτηση της γυναίκας με το γυναικολόγο της θα καθορίσει τη δυνατότητα χρήσης της συγκεκριμένης μεθόδου αντισύλληψης καθώς και τον τύπο του σπειράματος που θα τοποθετηθεί.