Η δυσμηνόρροια είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επώδυνη έμμηνο ρύση. Ένα πρόβλημα που αφορά τις νέες συνήθως γυναίκες και το οποίο επιπλέκει αρκετά συχνά την καθημερινότητά τους, καθώς εξαιτίας του πόνου οι γυναίκες αυτές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Η δυσμηνόρροια αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες που μια γυναίκα θα αναζητήσει οδηγίες από το γυναικολόγο ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η ένταση της έχει φέρει τις γυναίκες αυτές στα επείγοντα ενός νοσοκομείου.
Η δυσμηνόρροια διακρίνεται σε πρωτοπαθή στην οποία δεν ανευρίσκεται κάποια υποκείμενη νόσος και στη δευτεροπαθή στην οποία υπάρχει κάποιο παθολογικό αίτιο. Η συχνότητα εμφάνισης της είναι περίπου 25%. Το νεαρό της ηλικίας των ασθενών επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η δυσμηνόρροια αποτελεί την πρώτη αιτία για την απώλεια σχολικών ωρών στις έφηβες. Η ηλικία εμφάνισης της πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας είναι συνήθως η εφηβεία με έναρξη λίγο μετά την εμμηναρχή ενώ η δευτεροπαθής δυσμηνόρροια εκδηλώνεται στα 20 ή στα 30 σε γυναίκες που μέχρι τότε είχαν ανώδυνους κύκλους. Τα συμπτώματα να υποχωρούν με το πέρασμα των ετών ,ενώ η κύηση φαίνεται να βοηθάει στην υποχώρηση, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο.
Ο πόνος ξεκινά συνήθως λίγες ώρες πριν ή τη στιγμή έναρξης της περιόδου. Έχει κωλικοειδή χαρακτήρα σαν κράμπες και μπορεί να υπάρχουν συνοδά συμπτώματα όπως ναυτία, έμετοι, πόνος στη μέση, πονοκέφαλος, διάρροια, κόπωση. Η διάρκεια των συμπτωμάτων διαρκεί 1-2 ημέρες με τη μεγαλύτερη ένταση να εντοπίζεται στις πρώτες 24-36 ώρες από την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Η παρατεταμένη διάρκεια με έναρξη ως κα δύο εβδομάδες πριν την περίοδο και παραμονή της ευαισθησίας και μετά την περίοδο αποτελούν ενδείξεις για δευτεροπαθή δυσμηνόρροια.
Η διάγνωση για την πρωτοπαθή δυσμηνόρροια τίθεται κατά κύριο λόγο από την περιγραφή των συμπτωμάτων και από το γεγονός ότι εμφανίζεται μέσα σε ένα χρονικό διάστημα ενός έτους από την έναρξη της πρώτης περιόδου. Η διάγνωση της δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας είναι αποτέλεσμα μια πλήρους γυναικολογικής εξέτασης με τη συνδρομή των υπερήχων, της καλλιέργειας του κολπικού υγρού και απεικονιστικών μεθόδων. Η ενδομητρίωση αποτελεί την πιο συχνή αιτία δευτεροπαθούς δυσμηνόρροιας, ενώ άλλες πιθανές αιτίες είναι φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, οι πυελικές συμφύσεις , η αδενομύωση και τα ινομυώματα της μήτρας. Μερικές φορές και η ύπαρξη ενός ενδομήτριου σπειράματος μπορεί να προκαλέσει δυσμηνόρροια , ειδικά τους πρώτους μήνες της τοποθέτησης του.
Για την πρωτοπαθή δυσμηνόρροια τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αποτελούν τα φάρμακα εκλογής καθώς μειώνουν τα επίπεδα των εκλυόμενων προσταγλανδινών και κατά συνέπεια μειώνουν δραστικά τον πόνο . Για τη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια φάρμακα εκλογής θεωρούνται τα από του στόματος συνδυασμένα αντισυλληπτικά τα οποία μειώνουν τις προσταγλανδίνες καθώς και τον όγκο της περιόδου κάτω από τα φυσιολογικά όρια , προσφέροντας έτσι ανακούφιση από τον πόνο. Η διάρκεια της θεραπείας κυμαίνεται από 6-12 μήνες, μετά το πέρας της οποίας , πολλές γυναίκες είναι ελεύθερες πόνου. Κι εδώ τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μπορεί να δράσουν συνεργικά. Σε περιπτώσεις αυξημένης έντασης του πόνου μπορεί να χρειαστεί και η λήψη φαρμάκων με κωδεϊνη. Ανακουφιστικά μπορούν επίσης να χορηγηθούν τα νιτρώδη, ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου και μαγνησίου και η βιταμίνη Β6. Μη φαρμακευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται αφορούν το βελονισμό με αρκετά καλά αποτελέσματα, τη ρεφλεξολογία με υποστηρικτικό κυρίως λόγο , την τοποθέτηση ζεστών επιθεμάτων υπερηβικά , η οποία βελτιώνει τον πόνο ειδικά στις πρώτες 8 ώρες της εφαρμογής τους και την υψηλής συχνότητας διαδερμική νευρική διέγερση (high frequency transcutaneous nerve stimulation, TENS), η οποία προσφέρει σημαντική ανακούφιση από τον πόνο μέσω της αυξημένης παραγωγής ενδορφινών.
Η γυναίκα που ταλαιπωρείται από τη δυσμηνόρροια θα πρέπει να συμβουλευτεί το γυναικολόγο της προκειμένου να διευκρινιστεί το αίτιο και να λάβει τη σωστή αγωγή που θα της εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής.