Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι ένα πρόβλημα που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στις εγκύους, ακολουθώντας την ανοδική τάση των ποσοστών στο γενικό πληθυσμό. Ως Σακχαρώδης Διαβήτης Κύησης (ΣΔΚ) ορίζεται ο διαβήτης που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το ποσοστό που επιπλέκει την κύηση είναι 7% με ένα εύρος από 1-14% ανάλογα με τον πληθυσμό που εξετάζεται και τα κριτήρια που ακολουθούνται.
Η παθοφυσιολογία του ΣΔΚ είναι παρόμοια με αυτή του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, με αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη και δυσλειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος. Μάλιστα η σχέση ανάμεσα στις δύο κλινικές οντότητες είναι τόσο ισχυρή , που σήμερα θεωρείται ότι ο ΣΔΚ δεν είναι τίποτα άλλο από ΣΔ τύπου 2 που απλά αποκαλύπτεται στην εγκυμοσύνη λόγω των μεταβολικών αλλαγών που συμβαίνουν.
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία του ΣΔΚ είναι μείζονος σημασίας καθώς η συγκεκριμένη παθολογία προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες τόσο στο έμβρυο όσο και στην ίδια τη μητέρα. Τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης είναι τοξικά για το αναπτυσσόμενο έμβρυο με αποτέλεσμα να υπάρχουν αποβολές καθώς και συγγενείς ανωμαλίες , ειδικά σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ΣΔ που δε ρυθμίζεται σωστά ή δεν έχει διαγνωστεί ακόμα. Οι εμβρυικές ανωμαλίες διάπλασης αφορούν σχεδόν όλα τα όργανα με αυτές του καρδιαγγειακού και του ουροποιητικού να είναι πιο συχνές ενώ ακολουθούν αυτές του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στις κυήσεις που επιπλέκονται με ΣΔΚ είναι η μακροσωμία του εμβρύου όπου το βάρος του υπερβαίνει τα 4000gr. Οι δυσκολίες στην περίπτωση αυτή αφορούν τον τοκετό, όπου παρατηρείται παράταση του δευτέρου σταδίου και αυξημένη περιγεννητική νοσηρότητα με κατάγματα κλείδας και κακώσεις του βραχιονίου πλέγματος, καθώς και το νεογνό με επεισόδια σοβαρών υπογλυκαιμικών κρίσεων και αυξημένη θνησιμότητα.
Ένα μεγάλο έμβρυο εγκυμονεί κινδύνους και για τη μητέρα. Η έγκυος μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα δύσπνοιας και οιδημάτων των κάτω άκρων από την υπερδιάταση της μήτρας, ενώ κατά τη διάρκεια του τοκετού η δίοδος του μεγάλου εμβρύου από τον πυελογεννητικού σωλήνα της μητέρας μπορεί να προ καλέσει κακώσεις στον κόλπο και τον τράχηλο με αποτέλεσμα αιμορραγία. .Επίσης σε περιπτώσεις κύησης με ΣΔΚ υπάρχει αρκετά συχνά υδράμνιο. Η μεγάλη αυτή ποσότητα αμνιακού υγρού μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό ,σε πρόωρη ρήξη των υμένων, σε ανώμαλες προβολές του εμβρύου, πρόπτωση της ομφαλίδος και αποκόλληση πλακούντα. Λόγω των παραπάνω συμβάντων παρατηρείται και μια αύξηση του ποσοστού της καισαρικής τομής στις εγκύους με ΣΔΚ.
Προς αποφυγή των παραπάνω επιπλοκών είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση καθώς και η σωστή παρακολούθηση. Από την πρώτη επίσκεψη ο έλεγχος σακχάρου είναι στις εξετάσεις ρουτίνας της εγκύου ενώ για εκείνες τις γυναίκες που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου απαιτείται πιο ενδελεχής έλεγχος. Επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται: α) Η ηλικία πάνω από 35-40 ετών β) Η παχυσαρκία με δείκτη μάζας σώματος( BMI,Body Mass Index) πάνω από 35 γ) Το προηγούμενο ιστορικό ΣΔΚ δ) Η βαριά γλυκοζουρία ε) Το ιστορικό ανεξήγητου εμβρυικού θανάτου στ) Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών ζ) Το οικογενειακό ιστορικό ΣΔ. Στις γυναίκες αυτές θα πρέπει να γίνεται η καμπύλη ανοχής στην από του στόματος λήψη γλυκόζης στο πρώτο τρίμηνο και όχι την 24η-28η εβδομάδα που γίνεται στις υπόλοιπες εγκύους.
Από τη στιγμή που θα τεθεί η διάγνωση η έγκυος ακολουθεί μια πιο στενή παρακολούθηση από το μαιευτήρα και το διαβητολόγο της. Η αρχική γραμμή αντιμετώπισης περιλαμβάνει δίαιτα με τις ημερήσιές θερμίδες να μην υπερβαίνουν τις 1800-2400 kcal, με συχνά και μικρά γεύματα καθώς και με ένα μικρό snack πριν τον ύπνο για να αποφεύγονται οι νυχτερινές υπογλυκαιμίες. Προωθείται η άσκηση και ενθαρρύνεται το περιβάλλον της εγκύου να αλλάξει τις διατροφικές του συνήθειες ώστε να είναι πιο εύκολη η περίοδος αυτή για τη μητέρα. Η παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου γίνεται από την ίδια την έγκυο μέσα από τον αυτοέλεγχο με τέσσερις ημερήσιες μετρήσεις. Σε ένα ποσοστό 85- 90% η σωστή ρύθμιση επιτυγχάνεται με τη δίαιτα ενώ μόνο ένα 10-15% χρειάζεται να μπει σε αγωγή με ινσουλίνη. Όσον αφορά τα μαιευτικό κομμάτι η έγκυος θα πρέπει να κάνει πιο συχνούς υπερηχογραφικούς ελέγχους ώστε να προσδιορίζονται οι βιοφυσικές παράμετροι του εμβρύου για να εντοπιστεί εγκαίρως η πιθανότητα μακροσωμίας και υδραμνίου. Επιπλέον η καρδιοτοκογραφία εφαρμόζεται από την 32η -34η εβδομάδα ειδικά σε ινσουλινοεξαρτώμενο ΣΔΚ.
Η ύπαρξη ΣΔΚ δεν αποτελεί από μόνο της ένδειξη για καισαρική τομή. Οι γυναίκες αυτές αν υπάρχουν οι μαιευτικές συνθήκες μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά. Μετά τον τοκετό η λεχωίδα παρακολουθείται για το πρώτο 48ωρο με μια ημερήσια μέτρηση ενώ θα πρέπει να συμβουλευτεί το μαιευτήρα της για το πότε πρέπει να επαναλάβει την καμπύλη ανοχής γλυκόζης, καθώς έχουν μια πιθανότητα 50% να παρουσιάσουν ΣΔ τύπου 2 σε 10-15 χρόνια.
Πάρα το γεγονός ότι ο ΣΔΚ είναι μια νόσος με πολλές επιπλοκές , είναι ταυτόχρονα και μια νόσος που με σωστή παρακολούθηση από τους ειδικούς και πειθαρχία από τη μητέρα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αυτό είναι κάτι που καλό είναι να έχει κάθε μητέρα στο μυαλό της. Η παρουσία της νόσου δε θα πρέπει να της στερεί τη χαρά του επερχόμενου γεγονότος.