Η υπογονιμότητα είναι ένα πρόβλημά που απασχολεί όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια τα ζευγάρια. Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού αναπαραγωγικής ηλικίας να συλλάβει μετά από ένα χρόνο συστηματικών ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Σε φυσιολογικά γόνιμα ζευγάρια η πιθανότητα να πετύχουν εγκυμοσύνη μέσα σε ένα χρόνο με ελεύθερες επαφές είναι 85-90%.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αύξηση του ποσοστού των ζευγαριών που προσφεύγουν σε έναν ειδικό προς αναζήτηση βοήθειας. Διάφοροι παράγοντες έχουν συντελέσει σε αυτήν την αύξηση. Τα ζευγάρια έχοντας θέσει ως προτεραιότητα την επαγγελματική καριέρα έχουν μετατοπίσει την ηλικία τεκνοποίησης προς τα πάνω. Οι συχνές εναλλαγές συντρόφων μέσω των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων έχουν αυξήσει την υπογονιμότητα λόγω σαλπιγγικού παράγοντα. Η καλύτερη ενημέρωση σχετικά με τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και τα ποσοστά επιτυχίας έχουν οδηγήσει περισσότερα ζευγάρια στο να αναζητήσουν τη συμβουλή ενός ειδικού.
Οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα αποδεικνύουν πως οι παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την υπογονιμότητα είναι εξίσου μοιρασμένοι στον άντρα και την γυναίκα. Σε ένα ποσοστό 80% η αιτία της υπογονιμότητας είναι δυνατόν να βρεθεί ενώ σε ένα ποσοστό 15-20% η αιτία δεν μπορεί να εντοπιστεί κι έτσι τίθεται η διάγνωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας.
Από τη στιγμή λοιπόν που οι αιτίες της υπογονιμότητας είναι εξίσου μοιρασμένες και στα δύο φύλα σημαίνει πως η διερεύνηση του προβλήματος πρέπει να γίνεται από κοινού. Για αρχή παρά το γεγονός πως μιλάμε για υπογονιμότητα μετά από ένα χρόνο ελεύθερων σεξουαλικών επαφών, σε ζευγάρια που είναι γνωστός κάποιος παράγοντας ή η γυναίκα είναι πάνω από 35 ετών η διερεύνηση πρέπει να γίνεται σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Η αναζήτηση της αιτίας απαιτεί μια σειρά εξετάσεων και από τους δύο , η οποία μπορεί να διαρκέσει κάποιο διάστημα και η οποία μπορεί να απαιτήσει τη λήψη αγωγής.
Ο αντρικός παράγοντας εντοπίζεται στο 25-40%των υπογόνιμων ζευγαριών. Η πλειοψηφία των διαγνώσεων περιλαμβάνει τον ορχικό παράγοντα όπως είναι η κιρσοκήλη. Πέρα από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση η αρχική εκτίμηση αφορά και την ανάλυση του σπέρματος. Μετά από 2-3 ημέρες απόχης γίνεται η συλλογή του σπέρματος το οποίο είναι καλύτερο να παραδίδεται στο εργαστήριο εντός μιας ώρας . Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) οι φυσιολογικές τιμές είναι : Όγκος σπέρματος : 1.5-5ml
pH: 7.2-7.8
Συγκέντρωση σπέρματος: >20 000 000/ml
Κινητικότητα: >50%
Μορφολογία : > 14% φυσιολογικά
Οι παραπάνω παράμετροι του σπέρματος μπορεί να διαφέρουν σημαντικά κατά διαστήματα για αυτό και απαιτείται επανάληψη της εξέτασης μετά από πάροδο 2-3 μηνών. Η παραμονή παθολογικών ευρημάτων χρήζει περαιτέρω έρευνας με καρυότυπο και ενδοκρινολογικό έλεγχο. Η θεραπεία αφορά τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, τη χειρουργική επέμβαση ανά περίπτωση, την ενδομήτρια σπερματέγχυση και την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η διερεύνηση του γυναικείου παράγοντα περιλαμβάνει περισσότερα βήματα καθώς τα αίτια επεκτείνονται σε διαφορετικά επίπεδα, με τον ωοθηκικό παράγοντα να κατέχει την πρώτη θέση σε ποσοστό 40%. Ξεκινώντας λοιπόν από τις ωοθήκες γίνεται ένας έλεγχος όσον αφορά το απόθεμα τους σε ωοθυλάκια και την ικανότητα για ωοθυλακιορρηξία. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει πλήρες ιστορικό, αιματολογικές εξετάσεις και υπερηχογράφημα. Στη συνέχεια ελέγχεται ο ανατομικός παράγοντας που αφορά τη μήτρα και τις σάλπιγγες και περιλαμβάνει την κλινική εξέταση, το υπερηχογράφημα και την υστεροσαλλπιγγογραφία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί και διαγνωστική λαπαροσκόπηση για τον έλεγχο της πυέλου και των σαλπίγγων. Τέλος εξετάζεται και ο τραχηλικός παράγοντας. Ανάλογα με το επίπεδο που εντοπίζεται η βλάβη ακολουθείται και η αντίστοιχη αγωγή. Για τον ωοθηκικό παράγοντα συνήθως ακολουθείται φαρμακευτική αγωγή για πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, για τον ανατομικό παράγοντα μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση κα για τον τραχηλικό παράγοντα εφαρμόζεται η ενδομήτρια σπερματέγχυση. Τελικό στάδιο αν δεν επιτευχθεί κύηση με τα παραπάνω είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Το ζευγάρι που καταφεύγει σε έναν ειδικό για να πάρει κάποια συμβουλή ή να ξεκινήσει μία διερεύνηση θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι μια διαδικασία που απαιτεί τη συνεργασία και των δύο μελών και αρκετή υπομονή. Η ψυχική υγεία φαίνεται να διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο για αυτό και αρκετά συχνά είναι απαραίτητη η υποστήριξη από έναν ψυχολόγο.