Τα ινομυώματα της μήτρας αποτελούν τους πιο συχνούς όγκους που ανευρίσκονται στην πύελο. Η συχνότητα εμφάνισης τους είναι περίπου 50%. Σχεδόν μια στις δύο γυναίκες κατά τον γυναικολογικό της έλεγχο μπορεί να διαγνωστεί με ινομύωμα στη μήτρα. Πρόκειται για καλοήθη νεοπλάσματα τα οποία πολύ σπάνια εξαλλάσσονται σε κακοήθη σε ποσοστό μικρότερο του 0.5%.
Η εμφάνισή τους είναι αποτέλεσμα πολλαπλασιασμού των λείων μυϊκών κυττάρων της μήτρας. Η αύξηση του μεγέθους τους φαίνεται να εξαρτάται από την επίδραση των οιστρογόνων για αυτό και παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη κατά την αναπαραγωγική ηλικία κα τείνουν να συρρικνώνονται στην εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες που έχουν στην οικογένεια τους περιστατικά με ινομυώματα έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν και οι ίδιες.
Τα ινομυώματα μπορεί να είναι μονήρη ή πολλαπλά και ανάλογα με τη θέση τους διακρίνονται σε υποβλεννογόνια ,τα οποία έρχονται σε επαφή με την ενδομητρική κοιλότητα, σε ενδοτοιχωματικά, τα οποία εντοπίζονται στο τοίχωμα της μήτρας και σε υπορρογόνια, τα οποία αναπτύσσονται στο εξωτερικό της μήτρας.
Οι περισσότερες γυναίκες που έχουν ινομυώματα είναι ασυμπτωματικές και συνήθως το ανακαλύπτουν κατά τον έλεγχο τους με τη γυναικολογική εξέταση ή με κάποια απεικονιστική μέθοδο. Το πιο συχνό σύμπτωμα που προκαλούν τα ινομυώματα, είναι ακανόνιστες αιμορραγίες. Η γυναίκα μπορεί να έχει πολύ περισσότερο αίμα στη περίοδο της από ότι έχει κανονικά ή να έχει αίμα σε διάφορες μέρες στη διάρκεια του κύκλου της. Επίσης ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση τους μπορεί να προκαλούν πιεστικά συμπτώματα όπως στην ουροδόχο κύστη με αποτέλεσμα συχνουρία ή στο έντερο με αποτέλεσμα δυσκοιλιότητα. Σε μερικές περιπτώσεις ως μοναδικό σύμπτωμα αναφέρεται ο χρόνιος πυελικός πόνος, η δυσμηνόρροια , ο πόνος στη σεξουαλική επαφή.
Όσον αφορά τη σχέση των ινομυωμάτων με την γονιμότητα ,φαίνεται ότι η παρουσία τους υποβλεννογονια σχετίζεται με αυτόματες αποβολές και υπογονιμότητα καθώς εμποδίζουν τη μεταφορά του σπέρματος και την εμφύτευση. Επιπλέον η παρουσία τους κατά τη διάρκεια της κύησης σχετίζεται με πρόωρο τοκετό, ανώμαλες προβολές του εμβρύου, αυξημένες πιθανότητες καισαρικής τομής, αιμορραγίες κατά τον τοκετό και μετά.
Η θεραπεία των ινομυωμάτων εξατομικεύεται ανάλογα με το ιστορικό της κάθε ασθενούς . Όταν η γυναίκα είναι ασυμπτωματική και δεν τίθεται θέμα υπογονιμότητας τότε συστήνεται ο τακτικός υπερηχογραφικός έλεγχος και η παρακολούθηση. Επί συμπτωμάτων η αρχική θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική με τη χρήση ειδικών ενδομήτριων σπειραμάτων ή με τη χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών που αναστέλλουν την έμμηνο ρύση. Αν αποτύχουν οι παραπάνω μέθοδοι τότε η λύση είναι χειρουργική και μπορεί να αφορά την εξαίρεση μόνο του ινομυώματος διακοιλιακά, λαπαροσκοπικά, υστεροσκοπικά ή και την αφαίρεση ολόκληρης της μήτρας. Ένδειξη σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχει ο εμβολισμος των μητριαίων αρτηριών.